το λεξικό

  • ατελής, -ής, -ές επίθ. [< αρχ. ἀτελής < ἀ στερητ.+τέλος] ατελειοποίητος, μισοτελειωμένος. Συνών. ημιτελής. Αντίθ. τέλειος, τελειωμένος || ελαττωματικός. Αντίθ. τέλειος || αφορολόγητος, αδασμολόγητος.

  • αυταπάτη (η) ουσ. [< αυτός+απάτη] το να ξεγελά κανείς τον εαυτό του ή να ξεγελιέται με φαντασίες.

  • τέλειος, -α, -ο, επίθ. [< αρχ. τέλειος< τέλος] (Κ -εία, -ειον) που έφθασε στον ανώτατο βαθμό εξέλιξης ή προαγωγής, πλήρης, εντελής. Αντίθ. ατελής || ουδ. το τέλειο(ν) ως ουσ., η τελειότητα.

  • τέλος (το) ουσ. [αρχ. τέλος] το έσχατο σημείο κάθε πράγματος, τέρμα, πέρας. Αντίθ. αρχή || φρ. απ' αρχής μέχρι τέλους, σ' όλη του την έκταση, παντού - τέλος πάντων, για να τελειώνουμε - επιτέλους, ως εκδήλωση αδημονίας ή αγανάκτησης, ή ικανοποίησης για κάτι που γίνεται έπειτα από μεγάλη καθυστέρηση - δίνω τέλος, τερματίζω κάτι || ο τελικός σκοπός || φόρος, δασμός.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...